ορθοχρωματικός

ορθοχρωματικός
η , ό[ν] фот. ортохроматический

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ορθοχρωματικός" в других словарях:

  • ορθοχρωματικός — ή, ο (φωτογρ.) αυτός που παρουσιάζει ευαισθησία στα χρώματα στα οποία διεγείρεται περισσότερο και ο ανθρώπινος οφθαλμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. οrthochromatic < ορθ(ο) + χρωματικός] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»